λαζούρι

λαζούρι
το (Μ λαζούριον και λαζούριν)
1. ημιπολύτιμος λίθος με κυανό χρώμα, ο λαζουρίτης
2. συνεκδ. το κυανό χρώμα
νεοελλ.
νήμα χρωματισμένο με ανεξίτηλο κυανό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαζούριον < αραβ. (al-) lāzaward < περσ. lājward, lāzhward = lapis lazuli < τοπων. Lajwārd τoύ Τουρκεστάν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αζούρι — το ο κύανος τών αρχαίων, ημιπολύτιμος λίθος γαλάζιου χρώματος, λαζουρόλιθος, λαζούρι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”